- λυσσ(ι)άρης, -α, -ικο
- λυσσασμένος, μανιασμένος, παράφορος: Ήταν λυσσάρης και κυνηγούσε όλες τις γυναίκες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιθυμιάρης — α, ικο, Ν αυτός που επιθυμεί πολύ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθυμιά + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] … Dictionary of Greek
ψεματάρης — και διαλ. τ. ψοματάρης, α, ικο, Ν ψευταράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέμα, ατος + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] … Dictionary of Greek
ψοφιάρης — α, ικο, Ν (για πρόσ.) πολύ εξαντλημένος, ψόφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφιος + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] … Dictionary of Greek
ψυχικάρης — α, ικο, Ν 1. φιλεύσπλαγχνος 2. ειρων. (για γυναίκα) αυτή που παραδίνεται εύκολα σε άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχικό + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] … Dictionary of Greek